- εύπεμπτος
- εὔπεμπτος, -ον (Α)αυτός που στέλνεται ή αποπέμπεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεμπτός (< πέμπω «στέλλω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευπέμπελος — εὐπέμπελος, ον (Α) η λ. μόν. στον Αισχύλ. αυτός που αποπέμπεται, που αποδιώχνεται εύκολα, που καθαιρείται, που καταπατείται εύκολα («αὗται, δηλ. αἱ Εὐμενίδες, ἔχουσι μοῑραν οὐκ εὐπέμπελον» έχουν τέτοιο αξίωμα, ώστε να μην αποπέμπονται εύκολα,… … Dictionary of Greek